αὐτεπώνυμος

αὐτεπώνυμος
αὐτ-επώνῠμος, ον,
A of the same surname with,

σοῦ πατρός E.Ph.769

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτεπώνυμος — αὐτεπώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο επώνυμο …   Dictionary of Greek

  • αὐτεπώνυμον — αὐτεπώνυμος of the same surname with masc/fem acc sg αὐτεπώνυμος of the same surname with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”